Δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω αυτό το ποίημα
που από τη θλίψη του κουτσαίνει.
Πόσο φτωχές στ’ αλήθεια οι λέξεις!
Αδυνατούνε να υμνήσουνε
των μαύρων σου ματιών, το υπέροχο φως,
κι εκείνο το ηλεκτρισμένο βλέμμα σου,
το γεμάτο μπόρες,
έτοιμες να ξεσπάσουνε
σε καταιγίδα ερωτευμένης σάρκας.
Στιγμές αμέτρητες,
μέσα σε τόσο λίγο χρόνο,
οι επαφές μας...
Πνίγηκα στα ποτάμια των φιλιών σου.
Ψηλάφισα το ιδρωμένο σώμα
και τον πόθο σου.
Γνώρισα τ’ άλλο πρόσωπο του έρωτα
και της αγάπης.
Μου έδειξες το πόσο ευάλωτη είναι η σάρκα,
μα και πόσο υπέροχη,
σαν κρύβει μέσα της μια τρυφερή καρδιά.
Ω, πόσο θα ‘θελα να ‘σουν εδώ
τώρα που η απουσία σου ουρλιάζει από παντού:
‘‘Παραιτήσου, δεν έχεις μάθει τίποτε ακόμη.
Δεν έζησες’’.
Ω, πόσο θα ‘θελα να ‘σουν εδώ, όπως προχτές.
Γύρισες απ’ την κουζίνα
πατώντας στις μύτες των ποδιών,
μη και ταράξεις τη χαρά μου.
Έσκυψες πάνω μου,
σα να ‘θελες να με φιλήσεις.
Τα χείλη μου μισάνοιξαν παραδομένα.
Άφησες το κρύο νερό, από το στόμα σου
μες στο δικό μου να κυλήσει.
Κι εγώ ήπια το νερό σου, τον καημό σου
και τον πόθο σου.
Σμίξαμε τόσο έντονα!
Φοβήθηκα, στην αγκαλιά μου μη πεθάνεις,
καθώς κυλήσαμε χωρίς πνοή μες στ’ όνειρό μας.
Χάιδευες τις πληγές που άφησες στη πλάτη μου
κι εγώ μετρούσα τα σημάδια στο λαιμό σου.
‘‘Όποια κι αν είσαι, ότι κι αν είσαι σ’ αγαπώ’’. ψιθύριζα
κι απεγνωσμένα μ’ έσφιγγες και με φιλούσες.
Κι εγώ συνέχεια μάτωνα απ’ το τρελό σου πάθος.
Ω, πόσο θα ‘θελα να ‘σουν εδώ
μες στα σημάδια των αδέσποτων καιρών
και τη θλίψη του επερχόμενου χειμώνα.
Αυτά που ζήσαμε σχίζουν τη νύχτα
και φωνάζουν ‘‘σ’ αγαπώ’’.
Ω, πόσο θα ‘θελα να ‘σουν εδώ !
Γιάννης Νικολαΐδης