Πληροφορίες
- Giannis Nikolaidis
- Ο Γιάννης Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αποφοίτησε από το εξατάξιο γυμνάσιο της Ξάνθης και μετά την εφηβεία έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε τη Δραματική Τέχνη. Συμμετείχε σε πολλά θεατρικά έργα, σε πέντε τηλεοπτικές σειρές, μία κινηματογραφική ταινία και σε εικοσιπέντε βιντεοταινίες των 80'ς. Ευτύχησε να συνεργαστεί με πολλούς από την παλιά γενιά του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου όπως οι Θανάσης Βέγγος, Ρένα Βλαχοπούλου, Αλέκος Αλεξανδράκης, Σπύρος Καλογήρου, Γιάννης Μιχαλόπουλος, Γιώργος Μούτσιος, Ασπασία Παπαθανασίου κ.ά. Στίχους του ερμήνευσαν δημοφιλείς τραγουδιστές όπως οι Αντώνης Βαρδής, Νότης Σφακιανάκης, Θέμης Αδαμαντίδης κ.ά. Για τις στιχουργικές του συμμέτοχες τού έχουν απονεμηθεί έξι πλατινένιοι και οκτώ χρυσοί δίσκοι. Ταξίδεψε και γνώρισε, πολλούς τόπους και ανθρώπους εντός και εκτός συνόρων. Οι μεταφυσικές του αναζητήσεις τον οδήγησαν στην Αυτογνωσία ή Γνώση του εαυτού. Ζει στον κόσμο αυτόν, αλλά δεν είναι του κόσμου αυτού!
Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023
Ο ποιητής τού αιώνα
https://www.scribd.com/document/681759390/Ο-ΠΟΙΗΤΗΣ-ΤΟΥ-ΑΙΩΝΑ
Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023
Ω, ΜΥΡΣΙΝΗ
Ω, Μυρσίνη
μορφή ακαθόριστη
πάνω στο βράχο που παλεύει με το κύμα
πιασμένη στα δίχτυα του απομεσήμερου!
Ω, Μυρσίνη
χαμένη στο τραγούδι του τζίτζικα,
να μου γνέφεις ξεδιάντροπα
σαν γοργόνα ανέραστη
καβάλα στου Αιγαίου τα κύματα,
με τα μαλλιά σου στολισμένα
με φύκια, κοράλλια κι αστερίες…
Ω, Μυρσίνη
με τα βαθυγάλαζα μάτια
και τις Κυκλάδες κρεμασμένες στα αυτιά σου,
πού χάθηκες,
τη στιγμή που πήρα την απόφαση
να έρθω να σε βρω;
Ω, Μυρσίνη
του αρχιπελάγους αμέριμνη θεότητα
με τις κατάλευκες φτερούγες
και την εύνοια των άστρων
στο κατώφλι σου,
πού είσαι, πες μου, πού γυρνάς;
Ω, Μυρσίνη
με το πλούσιο στήθος
και τα ξέπλεκα μαλλιά,
ικέτης και ανήμπορος στο διάβα σου,
ο πόθος μου!
Δε μπορώ ν’ αρθρώσω ούτε μια λέξη
που να μην έχει ειπωθεί…
Ω, Μυρσίνη
στο τέθριππο του Ήλιου ανεβασμένη
φεγγοβολάς σαν έρωτας
που νίκησε για πάντα το θάνατο!
Ω, Μυρσίνη
της χαραυγής και της χίμαιρας,
με την κορδέλα στα μαλλιά σου,
ζωοδότρια εσύ, εκπάγλου καλλονής,
λικνίζεσαι μετέωρη
μεταξύ παραμυθιού και ποίησης,
όπως η δροσοσταλιά στο πορφυρό ροδοπέταλο!
Ω, Μυρσίνη
αρχέγονο θαύμα – αρχέγονο τραύμα,
προκλητική κι ακριβοθώρητη
ποιό προπατορικό αμάρτημα
μας χώρισε και ποιό κύκνειο άσμα;
Ω, Μυρσίνη
κρυμμένη στο θρόισμα των φύλλων
που ριγούν στο χάδι του ανέμου.
Τα χελιδόνια έφεραν δεκάδες καλοκαιριά
για να τα ζήσουμε παρέα!
Πού είσαι; Μίλα μου… Πού είσαι; Πες μου!
Ω, Μυρσίνη
των εφηβικών μου ερώτων,
με τα φιλήδονα χείλη, που καίγανε τα χείλη μου
και την παλλόμενη, κάτω απ’ το χάδι μου, σάρκα,
ποιό μυστικό σε πήρε μαζί του στο απόγειο της αγάπης μας;
Ω, Μυρσίνη
ουρλιάζω στο σύθαμπο
κι επιστρέφει ξανά η φωνή μου σαν Ερινύα…
Έφυγες και πήρες τις ζεστές μου εικόνες
και τα καλοκαίρια γίνανε χειμώνες
που δεν συγχώρησαν ποτέ την απουσία σου!
Ποτέ μ’ ακούς; Ποτέ αγάπη μου. Ποτέ.
Ω, Μυρσίνη
των Αυγουστιάτικων μελτεμιών,
μικρή μου ηλιογέννητη,
θέλω ξανά να σε δω
να τρέχεις γυμνούλα και ξυπόλητη
και ν’ ανεμίζεις γελώντας το μεσοφόρι σου
σαν παντιέρα του έρωτα,
καταμεσήμερο, μες στο λιοπύρι
κι εγώ να τρέχω και πάλι ξοπίσω σου
να μαζέψω τις γόβες σου
πριν τις πάρει το κύμα…
Ω, Μυρσίνη
της έκπληξης και του απροσδόκητου!
Ω, Μυρσίνη,
του Αιγαίου χρώμα κι αλμύρα
είναι τα δώρα που σου πήρα,
όμως της απουσίας σου η εικόνα
σκύβει και με φιλάει το στόμα…
Ω, Μυρσίνη!
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Το μέλλον.
Με χέρια κομμένα και μάτια τυφλά.
Τάζει πολλά.
Φοράει νύχτας μανδύα
κι εμπορεύεται επιθυμίες.
Κάνει πεζοδρόμιο σ’ αναπηρικό καροτσάκι.
Μυρίζει μοναξιά κι αποσύνθεση.
Το μέλλον είναι παγίδα.
Γεμάτο φακελάκια και λαδώματα.
Διδάσκει πράγματα που δε γνωρίζει.
Είναι προφήτης.
Με χέρια κομμένα και μάτια τυφλά.
Μιλάει για κάρμα σε πλήθη κρετίνων…
Το μέλλον έχει κάτι από Αιγαίο και ήλιο
στις τσέπες του.
Άσπρα βότσαλα, συρτάκι, ακάλυπτες επιταγές
και άγνοια.
Κηλίδες πετρελαίου και φύκια
στολίζουν τα μαλλιά του.
Τα τυφλά του μάτια κλάψανε
ώρες πολλές για εμφύλιους, πραξικοπήματα
και ανεργία.
Το μέλλον με χέρια κομμένα κρατάει το ρυθμό,
με μεθυσμένα παλαμάκια, στο ζεϊμπέκικο.
Δακρύζει ακόμα σε άκουσμα κλαρίνου.
Δε ξέρει γιατί.
Μια παρέλαση του αρκεί για να ξεχάσει.
Μια διαδήλωση, να γελαστεί.
Το μέλλον.
Με χέρια κομμένα και μάτια τυφλά.
Κρατάει βιβλία, διαβάζει ποίηση!
Μετανάστης στη χώρα του. Ετών τριάντα.
Ανεργία και 'Άγιος ο Θεός.
Ράντζο σε βρώμικο διάδρομο νοσοκομείου.
Αιμοκάθαρση…
Κηδεία στο τρίτο νεκροταφείο.
Χωρίς στεφάνια και τεθλιμμένους συγγενείς.
Και δίχως κλάματα.
Το μέλλον.
Είναι το τέλος που επισπεύδεται.
Το μέλλον.
Με χέρια κομμένα και μάτια τυφλά.
Τάζει πολλά, μα δεν υπόσχεται τίποτα.
Το μέλλον.
Έχει από χρόνια πεθάνει εδώ.
Ελλάδααααααααα!
https://www.goodreads.com/.../15057513.Giannis_Nikolaidis_
ΔΥΣΤΟΠΙΑ
Έξω απ’ την πόρτα μου παραμονεύουν
λεγεώνες κρατικοδίαιτων
και επηρμένων σφουγγοκωλάριων,
κουτοπόνηροι σπουδαρχίδες,
αρχολίπαροι αυλοκόλακες, οσφυοκάμπτες θεσιθήρες,
ανάξιοι επαίτες θώκων,
πολιτικάντηδες της συμφοράς και ψηφοθήρες.
Παλεύουν να με μεταπείσουν.
Έξω απ’ την πόρτα μου παραμονεύουν
αυτόκλητοι ασφαλίτες, φασιστοειδή, χούλιγκαν,
έμποροι όπλων, μπράβοι και μαχαιροβγάλτες,
τρελοί και μεθυσμένοι οδηγοί.
Προσπαθούν να με σκοτώσουν.
Έξω απ’ την πόρτα μου παραμονεύουν
επαναστάτες του καναπέ, δουλέμποροι,
προστάτες των γραμμάτων και των τεχνών,
εκδότες που εκδίδουν τα ανεκδιήγητα,
παραγωγοί - προαγωγοί, διακινητές ναρκωτικών,
επαγγελματίες συνδικαλιστές και εργατοπατέρες,
βασανιστές ανθρώπων και ζώων, βιαστές και παιδόφιλοι
κι εκατοντάδες χιλιάδες ηλίθιοι.
Την ψυχή μου μαυρίζουν.
Έξω απ’ την πόρτα μου παραμονεύουν
επαΐοντες που κυβερνούν χωρίς καρδιά
και ενσυναίσθηση.
Μας παρακολουθούν νυχθημερόν
για χάρη της Δημοκρατίας.
Ολοκληρωτισμό απεργάζονται και δυστοπία.
Με συνθλίβει το αναπόφευκτο μέλλον.
Αχ κυρ-Μιχάλη Κατσαρέ,
δεν σε πίστευα όταν μου ‘λεγες:
«Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν».
Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023
ΜΕΓΑΛΩΝΩ
Τετάρτη 18 Μαΐου 2022
ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Άνθρωποι κολλημένοι στο έδαφος.
Ριζωμένοι στη γη.
Αρνούνται την αποκόλλησή τους πεισματικά.
Σα δέντρα που βαλθήκανε
στο ίδιο μέρος -το γενέθλιο-
να ζήσουν, να πεθάνουν.
Έχουνε πρόβλημα...
Κυλάνε στους δρόμους τις ζωές τους,
με τα καταλυτικά τους αμαξάκια.
Αυτοί οι οδηγοί του Σαββατοκύριακου.
Βγαίνουν τη μοίρα τους να προκαλέσουνε
στις Εθνικές οδούς.
Να δραπετεύσουν απ’ τη μίζερη ζωή τους.
Να σκοτωθούν ή να σκοτώσουν.
Άνθρωποι κλεισμένοι στα ‘‘εγώ’’ τους
και στους φόβους τους.
Σεργιανούν της μοναξιάς τους τα υπάρχοντα.
Πατάνε ο ένας τη ζωή του άλλου
κι ανταλλάσσουνε φιλοφρονήσεις,
που μοιάζουν με βρισιές.
Άνθρωποι νεκροζώντανοι.
Χωρίς υπομονή, δίχως χαμόγελο.
Σκουντούφληδες και κακομούτσουνοι.
Φοράνε τα ‘‘καλά’’ τους
κι επιβεβαιώνουνε την ύπαρξή τους
στις πίστες των ‘‘σκυλάδικων’’.
Άνθρωποι παραιτημένοι απ’ την απόσταση.
Παγιδευμένοι στη ψευδαίσθηση της ύλης.
Αιμορραγούν από παντού συνείδηση,
ταυτότητα, αγάπη κι ανθρωπιά.
Κυκλοφορούν ανάμεσά μας βιαστικά
κι έχουνε άποψη για όλα.
Άνθρωποι με ειδικές ανάγκες
Στο σώμα, στο μυαλό και στην ψυχή!
Μυρίζουνε απουσία κι αποσύνθεση.
Έχουνε άποψη για όλα!
Αυτοί που από καιρό έχουν πεθάνει,
αλλά δεν βρέθηκε κανείς, να τους το πει...
Λυπάμαι.
*Γιάννης Νικολαΐδης*
ΡΕΚΒΙΕΜ
Κι ήταν η μέρα
που άρχισε να βρέχει ροδοπέταλα
και ευωδιές, κάθε λογής.
Ξεγνοιασιά πολύχρωμων λεπιδοπτέρων
και μωβ τριαντάφυλλα, θυμάμαι.
Τόσο πολλά τα χρώματα κι η ομορφιά
που αδυνατώ να περιγράψω.
Κείνη τη μέρα,
εσύ γυμνή και με φτερά αγγέλου
εμφανίστηκες.
Η αύρα σου τρεμόπαιζε,
περιβάλλοντας με άχνα γαλάζιων πλανητών
το ερωτευμένο σου σώμα.
Κι ήταν της ψυχής σου το άπλετο φως,
Αμόλυντη επιβεβαίωση, στο πρόσωπό σου, θυμάμαι.
Αλήθεια,
κείνη τη μέρα, τα μαλλιά σου πιο ξανθά
μου φάνηκαν
κι εσύ ομορφότερη από ποτέ,
με γιασεμιά και κρίνους στολισμένη…
Και δυο ουράνια τόξα είχες στα μάτια σου,
θυμάμαι.
Κείνη τη μέρα, τα χείλη σου διψούσανε
για περιπέτεια.
Στα στήθη σου ο πόθος
σκορπούσε εναγώνιες αποχρώσεις κι ερεθίσματα.
Καλέσματα έπαιζαν κρυφτό
στην ντροπαλή σου ήβη,
φωνάζοντας ‘‘ευοί – ευάν’’, θυμάμαι.
Κείνη τη μέρα, έβρεχε κυκλάμινα, βιολέτες, μανουσάκια
κι υποσχέσεις.
Όλη η συμπαντική Σοφία
σε στιγμές ατέλειωτες, σε φως διάχυτο,
δέκατου τρίτου επιπέδου,
είχε παγιδευτεί.
Εκστατικός και θαμπωμένος απ’ τα δρώμενα,
‘‘Κύριε, δεν είμαι άξιος της τόσης ομορφιάς’’
ψιθύρισα.
Και ψηλαφούσα συνεχώς το σώμα σου,
το σώμα μου.
Απ’ την υφή τους, να βεβαιωθώ!
Κι ήμουνα εγώ, με σάρκινο περίβλημα.
Θνητός κι αθάνατος συνάμα.
Και είδα κι ένοιωσα τόσα πολλά,
που αν προσπαθήσω όλα να ιστορήσω,
θ’ αποτύχω!...
Τη μέρα εκείνη έβρεχε ηλιαχτίδες,
χρυσόσκονη αστεριών και κατανόηση.
Για μια στιγμή, νόμισα πως αν άνοιγα τα χέρια μου
θ’ ανέτρεπα το νόμο της βαρύτητας με μιας,
όπως κι εσύ…
…καθώς χτυπούσες τις φτερούγες σου
ν’ ανυψωθείς,
ένα μικρό, τόσο δα, πουπουλάκι
ξέφυγε
κι έπεσε μπροστά στα πόδια μου.
Έσκυψα δήθεν αδιάφορα
-ντράπηκα τόσο για το ψέμα της περίστασης-
το πήρα και με στοργή
και το έκρυψα βαθιά μες στην καρδιά μου,
σαν ανάμνηση.
Κι ήταν η μέρα που έβρεχε νοσταλγία
και ψευδαισθήσεις,
στη ξεθωριασμένη του κόσμου πραγματικότητα.
Κι οι λέξεις είχαν χάσει πια τη σημασία τους, θυμάμαι.
Και πάνω απ' όλους κι όλα εσύ
με φτερούγες αγγέλου, φωτοστέφανο
και σημάδια παράδοσης
στο γυμνό σου κορμί.
Να αιωρείσαι στο κενό
και να ‘σαι ταυτόχρονα έξω και μέσα μου,
σαν επαλήθευση των γεγονότων.
Ιχνηλάτησα το γλυκό της ηδονής μαρτύριο
στου κορμιού σου τις συντεταγμένες.
Κι ήταν του κόσμου η συντέλεια,
σε τρισδιάστατη οθόνη, δίχως ήχο,
όπως στα όνειρα…
…κι είχε απομείνει
πάνω στα τσαλακωμένα μας σεντόνια
μόνο η σάρκα, με τη σάρκα να μαλώνει...
Και οι ψυχές μας από πάνω. Να κοιτάζουνε.
Ναι, ήταν η μέρα που έβρεχε αγάπη
και ερωτευμένες πεταλούδες.
Ναι, ήταν η μέρα που πέφτανε απ’ τον ουρανό
καρδούλες δίχως αλεξίπτωτα
κι η Θεία μελωδία πλημμύριζε την πλάση.
Ναι ήταν η μέρα που γνώρισε
η μια ψυχή την άλλη
και υποκλίθηκε η σάρκα μπρος στο φως τους.
Χτεσινό γεγονός,
χαμένο στη σήραγγα του χωροχρόνου.
Ξεθώριασε κι αυτό
σαν όλα τα εφήμερα.
Αγαπημένη!
*Γιάννης Νικολαϊδης*
https://www.facebook.com/pages/Ο%20χειμώνας%20της%20σιωπής/484699294973784/