Κι ήταν η μέρα
που άρχισε να βρέχει ροδοπέταλα
και ευωδιές, κάθε λογής.
Ξεγνοιασιά πολύχρωμων λεπιδοπτέρων
και μωβ τριαντάφυλλα, θυμάμαι.
Τόσο πολλά τα χρώματα κι η ομορφιά
που αδυνατώ να περιγράψω.
Κείνη τη μέρα,
εσύ γυμνή και με φτερά αγγέλου
εμφανίστηκες.
Η αύρα σου τρεμόπαιζε,
περιβάλλοντας με άχνα γαλάζιων πλανητών
το ερωτευμένο σου σώμα.
Κι ήταν της ψυχής σου το άπλετο φως,
Αμόλυντη επιβεβαίωση, στο πρόσωπό σου, θυμάμαι.
Αλήθεια,
κείνη τη μέρα, τα μαλλιά σου πιο ξανθά
μου φάνηκαν
κι εσύ ομορφότερη από ποτέ,
με γιασεμιά και κρίνους στολισμένη…
Και δυο ουράνια τόξα είχες στα μάτια σου,
θυμάμαι.
Κείνη τη μέρα, τα χείλη σου διψούσανε
για περιπέτεια.
Στα στήθη σου ο πόθος
σκορπούσε εναγώνιες αποχρώσεις κι ερεθίσματα.
Καλέσματα έπαιζαν κρυφτό
στην ντροπαλή σου ήβη,
φωνάζοντας ‘‘ευοί – ευάν’’, θυμάμαι.
Κείνη τη μέρα, έβρεχε κυκλάμινα, βιολέτες, μανουσάκια
κι υποσχέσεις.
Όλη η συμπαντική Σοφία
σε στιγμές ατέλειωτες, σε φως διάχυτο,
δέκατου τρίτου επιπέδου,
είχε παγιδευτεί.
Εκστατικός και θαμπωμένος απ’ τα δρώμενα,
‘‘Κύριε, δεν είμαι άξιος της τόσης ομορφιάς’’
ψιθύρισα.
Και ψηλαφούσα συνεχώς το σώμα σου,
το σώμα μου.
Απ’ την υφή τους, να βεβαιωθώ!
Κι ήμουνα εγώ, με σάρκινο περίβλημα.
Θνητός κι αθάνατος συνάμα.
Και είδα κι ένοιωσα τόσα πολλά,
που αν προσπαθήσω όλα να ιστορήσω,
θ’ αποτύχω!...
Τη μέρα εκείνη έβρεχε ηλιαχτίδες,
χρυσόσκονη αστεριών και κατανόηση.
Για μια στιγμή, νόμισα πως αν άνοιγα τα χέρια μου
θ’ ανέτρεπα το νόμο της βαρύτητας με μιας,
όπως κι εσύ…
…καθώς χτυπούσες τις φτερούγες σου
ν’ ανυψωθείς,
ένα μικρό, τόσο δα, πουπουλάκι
ξέφυγε
κι έπεσε μπροστά στα πόδια μου.
Έσκυψα δήθεν αδιάφορα
-ντράπηκα τόσο για το ψέμα της περίστασης-
το πήρα και με στοργή
και το έκρυψα βαθιά μες στην καρδιά μου,
σαν ανάμνηση.
Κι ήταν η μέρα που έβρεχε νοσταλγία
και ψευδαισθήσεις,
στη ξεθωριασμένη του κόσμου πραγματικότητα.
Κι οι λέξεις είχαν χάσει πια τη σημασία τους, θυμάμαι.
Και πάνω απ' όλους κι όλα εσύ
με φτερούγες αγγέλου, φωτοστέφανο
και σημάδια παράδοσης
στο γυμνό σου κορμί.
Να αιωρείσαι στο κενό
και να ‘σαι ταυτόχρονα έξω και μέσα μου,
σαν επαλήθευση των γεγονότων.
Ιχνηλάτησα το γλυκό της ηδονής μαρτύριο
στου κορμιού σου τις συντεταγμένες.
Κι ήταν του κόσμου η συντέλεια,
σε τρισδιάστατη οθόνη, δίχως ήχο,
όπως στα όνειρα…
…κι είχε απομείνει
πάνω στα τσαλακωμένα μας σεντόνια
μόνο η σάρκα, με τη σάρκα να μαλώνει...
Και οι ψυχές μας από πάνω. Να κοιτάζουνε.
Ναι, ήταν η μέρα που έβρεχε αγάπη
και ερωτευμένες πεταλούδες.
Ναι, ήταν η μέρα που πέφτανε απ’ τον ουρανό
καρδούλες δίχως αλεξίπτωτα
κι η Θεία μελωδία πλημμύριζε την πλάση.
Ναι ήταν η μέρα που γνώρισε
η μια ψυχή την άλλη
και υποκλίθηκε η σάρκα μπρος στο φως τους.
Χτεσινό γεγονός,
χαμένο στη σήραγγα του χωροχρόνου.
Ξεθώριασε κι αυτό
σαν όλα τα εφήμερα.
Αγαπημένη!
*Γιάννης Νικολαϊδης*
https://www.facebook.com/pages/Ο%20χειμώνας%20της%20σιωπής/484699294973784/