Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Ο Γιάννης Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αποφοίτησε από το εξατάξιο γυμνάσιο της Ξάνθης και μετά την εφηβεία έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε τη Δραματική Τέχνη. Συμμετείχε σε πολλά θεατρικά έργα, σε πέντε τηλεοπτικές σειρές, μία κινηματογραφική ταινία και σε εικοσιπέντε βιντεοταινίες των 80'ς. Ευτύχησε να συνεργαστεί με πολλούς από την παλιά γενιά του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου όπως οι Θανάσης Βέγγος, Ρένα Βλαχοπούλου, Αλέκος Αλεξανδράκης, Σπύρος Καλογήρου, Γιάννης Μιχαλόπουλος, Γιώργος Μούτσιος, Ασπασία Παπαθανασίου κ.ά. Στίχους του ερμήνευσαν δημοφιλείς τραγουδιστές όπως οι Αντώνης Βαρδής, Νότης Σφακιανάκης, Θέμης Αδαμαντίδης κ.ά. Για τις στιχουργικές του συμμέτοχες τού έχουν απονεμηθεί έξι πλατινένιοι και οκτώ χρυσοί δίσκοι. Ταξίδεψε και γνώρισε, πολλούς τόπους και ανθρώπους εντός και εκτός συνόρων. Οι μεταφυσικές του αναζητήσεις τον οδήγησαν στην Αυτογνωσία ή Γνώση του εαυτού. Ζει στον κόσμο αυτόν, αλλά δεν είναι του κόσμου αυτού!

Τετάρτη 18 Μαΐου 2022

ΑΝΘΡΩΠΟΙ



Άνθρωποι κολλημένοι στο έδαφος.

Ριζωμένοι στη γη.

Αρνούνται την αποκόλλησή τους πεισματικά.

Σα δέντρα που βαλθήκανε

στο ίδιο μέρος  -το γενέθλιο-

να ζήσουν, να πεθάνουν.

Έχουνε πρόβλημα...

Κυλάνε στους δρόμους τις ζωές τους,

με τα καταλυτικά τους αμαξάκια.

Αυτοί οι οδηγοί του Σαββατοκύριακου.

Βγαίνουν τη μοίρα τους να προκαλέσουνε

στις Εθνικές οδούς.

Να δραπετεύσουν απ’ τη μίζερη ζωή τους.

Να σκοτωθούν ή να σκοτώσουν.

Άνθρωποι κλεισμένοι στα  ‘‘εγώ’’  τους

και στους φόβους τους.

Σεργιανούν της μοναξιάς τους τα υπάρχοντα.

Πατάνε ο ένας τη ζωή του άλλου

κι ανταλλάσσουνε φιλοφρονήσεις,

που μοιάζουν με βρισιές.

Άνθρωποι νεκροζώντανοι.

Χωρίς υπομονή, δίχως χαμόγελο.

Σκουντούφληδες και κακομούτσουνοι.

Φοράνε τα ‘‘καλά’’  τους

κι επιβεβαιώνουνε την ύπαρξή τους

στις πίστες των ‘‘σκυλάδικων’’.

Άνθρωποι παραιτημένοι απ’ την απόσταση.

Παγιδευμένοι στη ψευδαίσθηση της ύλης.

Αιμορραγούν από παντού συνείδηση,

ταυτότητα, αγάπη κι ανθρωπιά.

Κυκλοφορούν ανάμεσά μας βιαστικά

κι έχουνε άποψη για όλα. 

Άνθρωποι με ειδικές ανάγκες

Στο σώμα, στο μυαλό και στην ψυχή!

Μυρίζουνε απουσία κι αποσύνθεση. 

Έχουνε άποψη για όλα!

Αυτοί που από καιρό έχουν πεθάνει,

αλλά δεν βρέθηκε κανείς, να τους το πει...

Λυπάμαι.

*Γιάννης Νικολαΐδης*

https://www.goodreads.com/.../15057513.Giannis_Nikolaidis_

ΡΕΚΒΙΕΜ



Κι ήταν η μέρα

που άρχισε να βρέχει ροδοπέταλα

και ευωδιές, κάθε λογής.

Ξεγνοιασιά πολύχρωμων λεπιδοπτέρων

και μωβ τριαντάφυλλα, θυμάμαι.

Τόσο πολλά τα χρώματα κι η ομορφιά

που αδυνατώ να περιγράψω.

Κείνη τη μέρα,

εσύ γυμνή και με φτερά αγγέλου

εμφανίστηκες.

Η αύρα σου τρεμόπαιζε,

περιβάλλοντας με άχνα γαλάζιων πλανητών

το ερωτευμένο σου σώμα.

Κι ήταν της ψυχής σου το άπλετο φως,

Αμόλυντη επιβεβαίωση, στο πρόσωπό σου, θυμάμαι.

Αλήθεια,

κείνη τη μέρα, τα μαλλιά σου πιο ξανθά

μου φάνηκαν

κι εσύ ομορφότερη από ποτέ,

με γιασεμιά και κρίνους στολισμένη…

Και δυο ουράνια τόξα είχες στα μάτια σου,

θυμάμαι.

Κείνη τη μέρα, τα χείλη σου διψούσανε

για περιπέτεια.

Στα στήθη σου ο πόθος

σκορπούσε εναγώνιες αποχρώσεις κι ερεθίσματα.

Καλέσματα έπαιζαν κρυφτό

στην ντροπαλή σου ήβη,

φωνάζοντας ‘‘ευοί – ευάν’’, θυμάμαι.

Κείνη τη μέρα, έβρεχε κυκλάμινα, βιολέτες, μανουσάκια

κι υποσχέσεις.

Όλη η συμπαντική Σοφία

σε στιγμές ατέλειωτες, σε φως διάχυτο,

δέκατου τρίτου επιπέδου,

είχε παγιδευτεί.

Εκστατικός και θαμπωμένος απ’ τα δρώμενα,

‘‘Κύριε, δεν είμαι άξιος της τόσης ομορφιάς’’

ψιθύρισα.

Και ψηλαφούσα συνεχώς το σώμα σου,

το σώμα μου.

Απ’ την υφή τους, να βεβαιωθώ!

Κι ήμουνα εγώ, με σάρκινο περίβλημα.

Θνητός κι αθάνατος συνάμα.

Και είδα κι ένοιωσα τόσα πολλά,

που αν προσπαθήσω όλα να ιστορήσω,

θ’ αποτύχω!...

Τη μέρα εκείνη έβρεχε ηλιαχτίδες,

χρυσόσκονη αστεριών και κατανόηση.

Για μια στιγμή, νόμισα πως αν άνοιγα τα χέρια μου

θ’ ανέτρεπα το νόμο της βαρύτητας με μιας,

όπως κι εσύ…

…καθώς χτυπούσες τις φτερούγες σου

ν’ ανυψωθείς,

ένα μικρό, τόσο δα, πουπουλάκι

ξέφυγε

κι έπεσε μπροστά στα πόδια μου.

Έσκυψα δήθεν αδιάφορα

-ντράπηκα τόσο για το ψέμα της περίστασης-

το πήρα και με στοργή

και το έκρυψα βαθιά μες στην καρδιά μου,

σαν ανάμνηση.

Κι ήταν η μέρα που έβρεχε νοσταλγία

και ψευδαισθήσεις,

στη ξεθωριασμένη του κόσμου πραγματικότητα.

Κι οι λέξεις είχαν χάσει πια τη σημασία τους, θυμάμαι.

Και πάνω απ' όλους κι όλα εσύ

με φτερούγες αγγέλου, φωτοστέφανο

και σημάδια παράδοσης

στο γυμνό σου κορμί.

Να αιωρείσαι στο κενό

και να ‘σαι ταυτόχρονα έξω και μέσα μου,

σαν επαλήθευση των γεγονότων.

Ιχνηλάτησα το γλυκό της ηδονής μαρτύριο

στου κορμιού σου τις συντεταγμένες.

Κι ήταν του κόσμου η συντέλεια,

σε τρισδιάστατη οθόνη, δίχως ήχο,

όπως στα όνειρα…

…κι είχε απομείνει

πάνω στα τσαλακωμένα μας σεντόνια

μόνο η σάρκα, με τη σάρκα να μαλώνει...

Και οι ψυχές μας από πάνω. Να κοιτάζουνε.

Ναι, ήταν η μέρα που έβρεχε αγάπη

και ερωτευμένες πεταλούδες.

Ναι, ήταν η μέρα που πέφτανε απ’ τον ουρανό

καρδούλες δίχως αλεξίπτωτα

κι η Θεία μελωδία πλημμύριζε την πλάση.

Ναι ήταν η μέρα που γνώρισε

η μια ψυχή την άλλη

και υποκλίθηκε η σάρκα μπρος στο φως τους.

Χτεσινό γεγονός,

χαμένο στη σήραγγα του χωροχρόνου.

Ξεθώριασε κι αυτό

σαν όλα τα εφήμερα.

Αγαπημένη!

*Γιάννης Νικολαϊδης* 

https://www.facebook.com/pages/Ο%20χειμώνας%20της%20σιωπής/484699294973784/

ΒΡΕΧΕΙ...




Από τη μέρα που σε γνώρισα όλο βρέχει
κι έγινε πια τόσο μονότονη η ζωή μου
που δεν μπορώ ν' αντισταθώ
στα επερχόμενα
κι ούτε καλά - καλά να ονειρευτώ μπορώ.
Φταίει κι αυτός ο δράκος ο κακός.
Συνέχεια εμφανίζεται
ντυμένος δέρματα σφαγίων.
Τρομοκρατεί τον ύπνο μου με λάμψεις αστραπών
κι ανεστραμμένα είδωλα αγάπης.
Από τη μέρα που σε γνώρισα όλο βρέχει
κι εγώ γυμνός σα τρελαμένο ξωτικό
κάνω νυχτέρια στη πηγή
που λούζονται οι νεράιδες
και προκαλώ τις μάγισσες στα δάση
να μου πούνε για το μέλλον την αλήθεια.
Από τη μέρα που σε γνώρισα όλο βρέχει
κι έχει αποκτήσει τόση θλίψη
ετούτο εδώ το παραμύθι,
που οι ήρωές του πια δεν ερωτεύονται
κι ούτε μπορούν να δώσουν χάδια
και να πάρουνε φιλιά.
Από τη μέρα που σε γνώρισα όλο βρέχει
στον τροπικό της μοναξιάς μου
κι έχει αποκτήσει τόσα δάκρυα το μέλλον
που έγινε υπαρκτή αναγκαιότητα η φυγή,
μωρό μου.
Κι όλο παλεύω με τους δαίμονες,
κάθε φορά που ‘χει πανσέληνο
και η παλίρροια της αγάπης σου με πνίγει.
Γι’ αυτό ζητάω να ξεφύγω από τον εφιάλτη
που φέρει τ’ όνομά σου.
Γι’ αυτό πασχίζω να γλιτώσω
από τον αισθησιοβόλο σου έρωτα.
Λυπάμαι, μα θα βγω απ’ αυτό
το ψυχοφθόρο παραμύθι.
Να λυτρωθώ.
Να ζήσω.
Θέλω!

*Γιάννης Νικολαΐδης*

ΤΟ ΧΕΙΡΕΝΘΕΟΝ ΑΡΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ


Καμιά φορά κοιτάζω ξαπλωμένος

το ταβάνι

και συλλογιέμαι όλους εκείνους

που άδικα στο παρελθόν με κατηγόρησαν.

Η απουσία του βαπτιστή Ιωάννη

γίνεται τότε αισθητή,

σαν το αδιέξοδο των εφηβικών μας χρόνων!

Καμιά φορά κοιτάζω αφηρημένα το ταβάνι

κι όλα τα πρόσωπα που αγάπησα

τα βλέπω στριμωγμένα στη σειρά,

να περιμένουνε το τρόλεϊ για το σπίτι

ή τη χαρμόσυνη είδηση!

Καμιά φορά κοιτάζω ονειροπόλα το ταβάνι

κι όλοι οι αναξιοπαθούντες παρελαύνουν!

Ρακένδυτοι, ξυπόλητοι, σκελετωμένοι,

με λίγα ψιχουλάκια ελπίδας μες στις τσέπες,

κλεμμένα από τα περιστέρια του Συντάγματος!

Και κάπου - κάπου εμφανίζονται κάτι

ανθρωπόμορφα τέρατα.

Ποδοπατούνε, λέει, τους άστεγους, τους άνεργους

και τα όνειρά μας!

Και κάνω το σταυρό μου και προσεύχομαι.

Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο, ψιθυρίζω.

Τότε εμφανίζεται ο προφήτης Ηλίας

πάνω στο τέθριππο της ανάληψής του!

Με χαιρετάει από ψηλά.

Λάμπει χρυσοφόρος και αγέρωχος

με ασημόσκονη αστεριών στα γένια,

στα μαλλιά του.

‘‘Μη ξεχνάς τον προορισμό σου’’

μου φωνάζει,

‘‘είσαι κι εσύ ένας ρομφαιοφόρος

πολεμιστής του φωτός!’’

Και παίρνω τα πάνω μου και καμαρώνω

κι ορκίζομαι ν’ αντισταθώ, ν’ αντέξω

την πεζή του κόσμου πραγματικότητα,

πάνω στων στίχων μου το χειρένθεον άρμα...

*Γιάννης Νικολαΐδης*

https://www.goodreads.com/.../15057513.Giannis_Nikolaidis_

Σ' ΑΓΑΠΩ



Σαν σκηνικό κατεστραμμένο οι στιγμές μας
κάτω απ’ τη δυνατή βροχή της απουσίας σου.
Σε ψάχνω μέσα στο ανώνυμο πλήθος
που βιαστικά με προσπερνάει, στα τυχαία βλέμματα
στα γυμνά από χαμόγελο πρόσωπα σε ψάχνω…
Ναι, σε γυρεύω παντού
Μέσα στ’ ακαθόριστα σχήματα
στις αφηρημένες έννοιες και στα δακρυσμένα μάτια των παιδιών…
Στα νοτισμένα της καρδιάς μου τζάμια
γράφω και πάλι σ’ αγαπώ,
στ’ ορκίζομαι ψυχή μου, σ’ αγαπώ…
Κι όλο βρέχει…
Βγαίνω και πάλι στους δρόμους
να γράψω με spray στους τοίχους, παντού,
σ’ αγαπώ, πού είσαι, πού γυρνάς; Σ’ αγαπώ…
Θα περιμένω κι απόψε στη στάση του trolley
Μήπως φανείς, να σπάσει η σιωπή
ν’ ανατείλει η και πάλι η άνοιξη
με βιαστικά χελιδόνια, λουλούδια κι αρώματα!
Ναι, σε γυρεύω παντού!
Σε κάτι παλιές φωτογραφίες, σε μικρά σημειώματα
και σε γράμματα που δεν σου ταχυδρόμησα ποτέ!
Σ’ αγαπώ. Σε ζητώ
όπως το διψασμένο χώμα, τη βροχή,
όπως ο ναυτικός το λιμάνι
κι ο επαίτης τον οίκτο…
Σε γυρεύω παντού!
Στα στοιχειωμένα κάστρα
στη μοναξιά του φάρου,
εκεί που λυσσομανάει ο άνεμος
κι αναρωτιέμαι
ποιο θλιμμένο flamenco σε γέννησε, άπονη
με τα πανέμορφα μάτια;
Σ’ αγαπώ. Σε γυρεύω παντού
με την τρεμάμενη φλόγα
μιας μικρής, τόσης δα, ελπίδας…
Της ερημιάς μου ανιχνεύω το τοπίο…
Έχω χαθεί μέσα
στη σήραγγα του χρόνου
και της τρομακτικής απόστασης…
Σε είδα και πάλι στον ύπνο μου, χτες
κι ήσουνα, λέει, τόσο όμορφη
και εγώ σου φώναζα, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,
μέχρι που ξύπνησα κάθιδρος
σ’ ένα δωμάτιο παγωμένο
κι έβλεπα, λέει, την σκιά σου
να ξεμακραίνει βιαστικά
καθώς άπλωνα τ’ ανήμπορα χέρια μου
να σ’ αγκαλιάσω!
Σ’ αγαπώ, σου φώναξα, πού πας;
Μα η σιωπή με τύλιξε και πάλι…
Κι ήταν η πιο σκληρή σιωπή
που γνώρισα ποτέ μου!
Σ’ αγαπώ, σε γυρεύω παντού…
Στα λόγια που ανταλλάξαμε,
στις μικρές στιγμές μας,
στα ζεστά ερωτευμένα καλοκαίρια μας. Παντού!
Ναι, παντού!
Στα παθιασμένα μας φιλιά, στις καυτές ανάσες μας,
σ’ αυτά που δεν είπαμε, σ’ αυτά που δεν ζήσαμε…
Παντού!
Μα άφησες πίσω τόση απόσταση,
που ώρες - ώρες λέω, Θεέ μου, δεν θ’ αντέξω….
Κι όλο βρέχει! Βρέχει έξω και μέσα μου, πάντα βρέχει!
Κι ύστερα πάλι παίρνω δύναμη.
Δεν ξέρω πώς και από πού;
Μα εγώ επιμένω και σε ψάχνω
τώρα που ανοίξανε οι ουρανοί και βρέχει.
Σε γυρεύω παντού…
Στα θερινά σινεμά, στις μικρές αποδράσεις μας,
στις αληθινές στιγμές, ενός ψεύτικου κόσμου,
που διασχίζαμε ανέμελα…
Τότε που μου κρατούσες το χέρι σφιχτά
κι εγώ πάντα σου έλεγα:
μη φοβάσαι, δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, μ’ ακούς; Ποτέ!
Γιατί σ’ αγαπώ!...
Έσκυψαν κι οι άγγελοι από πάνω μου, όλο στοργή
και μου κρατάνε συντροφιά
στις βραδινές διαδρομές μου
και στις άσκοπες περιπλανήσεις μου…
Μιλάω μαζί τους… Όχι , όχι δεν είμαι τρελός!
Ένας αθεράπευτα ρομαντικός ποιητής είμαι,
ένας ταξιδιώτης τ’ ουρανού,
που χαϊδεύει τη σκόνη των άστρων!
Ένας μικρός τροβαδούρος
της αγάπης του Σύμπαντος, μονάχα είμαι…
Σ’ αγαπώ!
Σ’ αγαπώ, σε γυρεύω παντού!
Κι ελπίζω ακόμα, στης αγάπης,
το μεγάλο θαύμα.
Στο θαύμα των θαυμάτων!
Γιατί η αγάπη είναι θαύμα θαυμάτων
κι απ’ όλα τα θαύματα, το πιο θαυμαστό!
Σ’ αγαπώ!
*Γιάννης Νικολαϊδης*

ΔΕ ΧΑΙΡΟΜΑΣΤΕ ΠΙΑ



Τις μικρές στιγμές μας

δε χαιρόμαστε πια.

Εισβάλλουνε διεφθαρμένα χέρια

στη ζωή μας.

Μεταφέρουνε τη ματαιοδοξία της ύλης

και την αποσύνθεση.

Καπηλεύονται τα πάντα

και συνεχώς ζητάνε υπομονή.

Τις μικρές στιγμές μας

δε χαιρόμαστε πια.

Τις κηλιδώνουνε ντροπές

που τρέξαν να κρυφτούνε

σε πανικόβλητα φιλιά

και σκέψεις τρομαγμένες.

Θλιβεροί επίγονοι 

χαμένοι στο τούνελ της απάτης,

κοιτάμε του φωτός τη θαλπωρή να ξεμακραίνει.

Υποφέρουμε από χάσματα επίγνωσης

και ύπνο ταραγμένο.

Τις μικρές στιγμές μας

δε χαιρόμαστε πια,

γιατί το σύστημα είναι φτιαγμένο έτσι

για να χάνουμε!

Ξεχάσαμε από καιρό να αγαπάμε

και δεν ακούμε πια τα λόγια της καρδιάς.

Δεν ακούμε τη σιωπή των αισθημάτων.

Και τα μετράμε όλα, δυστυχώς, με λογική

κι εικονικές ανάγκες.

Τις μικρές στιγμές μας μόνοι μας καταστρέφουμε.

Με αυριανά απραγματοποίητα σχέδια

και χτεσινά πραγματοποιημένα λάθη.

Τις μικρές στιγμές μας

δε χαιρόμαστε πια,

γιατί ξεχάσαμε στο σήμερα να ζούμε

και στο τώρα!

*Γιάννης Νικολαΐδης*

https://www.goodreads.com/.../15057513.Giannis_Nikolaidis_

ΕΚΕΙ ΠΑΣΧΙΖΩ ΝΑ ΣΕ ΒΡΩ



Σε δρόμους με μπαχαρικά και κήπους με φεγγάρια,

στις νύχτες των παραμυθιών,

εκεί πασχίζω να σε βρω, 

δυο λόγια μόνο να σου πω, να σου μιλήσω.

Εκεί οι κέδροι κι οι οξιές, τα πεύκα και οι καστανιές,

τα χρώματα κι οι μουσικές και τ’ αστρικά ταξίδια…

Σε κάστρα με πριγκίπισσες και λαμπερούς ιππότες,

σε ορυχεία ξωτικών, σε ορμητήρια πειρατών

και ξέφωτα αγάπης, εκεί πασχίζω να σε βρω

κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό,

ντυμένος φως του φεγγαριού, 

σε κόσμο ανόητο, σκληρό και ταραγμένο.

Κρατώ στα χέρια μου στιγμές από αιώνες σιωπής

ανθρώπων που χαθήκαν,

σε βιαστικές διαδρομές και σε αλήτες έρωτες

κι όλο πασχίζω να σε βρω, να σου μιλήσω…

Να πω για μένα και γι’ αυτούς

τα λόγια που δεν πρόλαβαν ποτέ να ειπωθούνε!

Και θα ‘ναι λόγια τρυφερά

σαν νεογέννητα μωρά, σαν αγγελούδια,

που ήρθαν να ζήσουνε εδώ

σε κόσμο ανόητο, σκληρό και ταραγμένο.

Κι όλο πασχίζω να σε βρω

εκεί στα μέρη των ληστών,

στις γέφυρες των στεναγμών,

σε στενοσόκακα λυγμών και αποβάθρες...

Εκεί στις άκρες των γκρεμών, 

που ‘χουν φωλιές οι αετοί

και χέρι δεν τις φτάνει.

Εκεί πασχίζω να σε βρω,

μέσα στα μάτια μου να δεις

κόσμους λησμονημένους.

Να δεις Θεούς μα και θνητούς

και τάγματα αγγέλων…

Να ξαναγγίξεις τη ζωή,

να αγαπήσεις της ζωής το μέγα θαύμα!

Εκεί πασχίζω να σε βρω.

Εκεί που κελαηδούν πουλιά

κι αγριολούλουδα ευωδιάζουν.

Σε ένα κόσμο ιδεατό

αλλά πολύ αληθινό για να ‘ναι ψέμα!

Εκεί πασχίζω να σε βρω ανασαιμιά μου,

να ‘χεις στεφάνι του Μαγιού

στα ξέπλεκα μαλλιά σου

και μια αιώνια άνοιξη

στ’ ωραίο πρόσωπό σου!

Να λάμπει ο ήλιος γελαστός πάνω από το Αιγαίο,

να λαμπιρίζουν τα νερά

και να φυτρώνουνε βοτάνια ευωδιαστά 

ανάμεσα στις ξασπρισμένες πέτρες.

Να βγαίνεις απ’ τη θάλασσα

και να κρατάς κοχύλια 

και να σε βλέπουνε οι γοργόνες, να ζηλεύουνε

και να ‘ναι η πλάση η ευγενική

σε πλήρη αρμονία! 

Γι’ αυτό πασχίζω να σε βρω

να σε προλάβω να σου πω

τα λάθη που έκανα εγώ

εσύ να μην τα κάνεις!


*Γιάννης Νικολαϊδης*


https://www.goodreads.com/.../15057513.Giannis_Nikolaidis_

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΠΥΡΦΟΡΟΣ



Εγώ ο πρώην δεσμώτης Προμηθέας

σε καιρούς χαλεπούς, τα καινά δαιμόνια εισέφερα

σαν λαμπρός Ιερονίκης λεξιπλάστης και λεοντόκαρδος,

αλλά ήταν πονηρά τα έργα σας, σαν τα μυαλά σας… 

Μ’ ακούτε;

Δεν μου το συγχωρήσατε ποτέ, που τόλμησα

να ταπεινώσω την λεξιπενία των αισθημάτων σας,

μα δεν με νοιάζει… 

Εγώ ο Προμηθέας λυόμενος,

την απέραντη θλίψη του αφιλόξενου Αχέροντά σας, διέσχισα,

παρέα με δεκάδες ψυχές τραγικών ποιητών και απόκληρους, 

προτού στο βαθύτατο σκότος της Αχερουσίας καταλήξω 

μ’ ένα τυφλό, ρακένδυτο βαρκάρη, για οδηγό, 

που τον ακριβοπλήρωσα, για να μου δείξει τα σκοτάδια σας.

Τώρα του ερέβους τις πύλες προσπέρασα 

για να μπω στο μουχρωπό, του Άδου, βασίλειο,

κρατώντας στις χούφτες μου τη φλόγα μιας μικρής ελπίδας,

ως νέος Προμηθέας πυρφόρος,

για ένα κόσμο καλύτερο από αυτόν που εσείς μου προσφέρατε…

Μ’ ακούτε;

Δεν ήθελα να κλείσω τ’ αυτιά μου σε θρήνους κι οιμωγές,

ούτε τα δακρυσμένα μάτια μου μπρος στο μαρτύριο του Ταντάλου. 

Μεταξύ ουρανού και γης, αιωρούμαι λοιπόν και πάλι,

μ’ έναν παράφορο έρωτα, 

για τα εναπομείναντα εικοσιτέσσερα γράμματα

στης ψυχής μου το αλφαβητάριο,

χωρίς επινίκια άσματα και παιάνες.

Γιατί εγώ θα θρηνώ για πάντα στους κήπους της ποίησης 

μέχρι να ‘ρθει η ειρήνη στις καρδιές των ανθρώπων… 

Μ’ ακούτε;

Είμαι εγώ ο Προμηθέας πυρφόρος, ο εκ Δελφών ερχόμενος

και το άσβεστο φέρω το φως της Αγάπης! 

Το φως του θεού Απόλλωνα!

Φως εκ φωτός!


https://www.goodreads.com/.../15057513.Giannis_Nikolaidis_

ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΠΟΘΟΙ



Θα 'θελα κάποτε να πω

ένα τόσο μεγάλο ψέμα

που η ζωή μπροστά του

να φαντάζει τόσο ασήμαντη,

ώστε να πάψουμε ν’ αγωνιούμε για το αύριο.

Αλλά γιατί να σας κουράζω μ’ όλα αυτά

αφού μόνο οι νεκροί καταλαβαίνουν;


https://www.facebook.com/pages/Ο-χειμώνας-της-σιωπής/484699294973784

ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ


  

Εσύ είσαι. Ο έρωτας!

Γυμνή στην πέτρινη σιωπή της Ξάνθης

ν’ ανεμίζεις τα μαλλιά σου

και ν’ αφουγκράζεσαι το πάθος μου.

Άλλες τ’ απόφωτα της Σαλονίκης να θυμίζεις

κι άλλες τους βράχους των Αβδήρων.

Επιθυμώ, ν’ αλλάζουν μεταξύ τους ψεύδη οι πολιτείες

και οι τόποι, ίσα με της Θάσου το σκαμμένο πρόσωπο.

Εσύ είσαι. Ο έρωτας!

Γυμνή στη μοναξιά σου και απρόσιτη,

στης Αίγινας τα καλντερίμια να με ψάχνεις.

Τη μια τσιγγάνα, την άλλη μάγισσα ξυπόλητη.

Η νύχτα κρύφτηκε από καιρό στην ψυχοφθόρα αγκαλιά σου

κι έχεις το μαύρο της το χρώμα

μες στα μάτια σου.

Κυοφορείς φόβους και φως,

σαν μελετάς τις χαρακιές στο πρόσωπό μου

και λυπάσαι.

Εσύ είσαι. Ο έρωτας!

Η περιπέτεια της Αθήνας κι η απόσταση.

Μα επιθυμώ μαρμάρινη σιωπή αρχαίων αγαλμάτων

και ήλιο.

Στο μαντείο των Δελφών

και στην Επίδαυρο, ντυμένη υποσχέσεις,

δειλά - δειλά να ξεπροβάλλεις.

Κι εγώ να σε καλωσορίζω

ιοβόλα μου ύπαρξη.

Εσύ είσαι. Ο έρωτας!

Στου Ναύπλιου την πέτρα την καυτή,

στης Πάργας τις ανηφοριές, στην Ασπροβάλτα.

Στα Ελευσίνια μυστήρια Ιέρεια στητή κι αγέρωχη

και στην Ιερά οδό ικέτιδα, απελπισμένη.

Κρατώντας μια ζωή τις γόβες σου στο χέρι.

Ομορφούλα μου. Σ' αναγνωρίζω.

Εσύ είσαι. Ο έρωτας!

Και η ταλαιπωρία της ψευδαίσθησης,

εσύ μωρό μου είσαι.

Σταγόνα αγάπης είσαι.

Και σε θέλω.

https://www.goodreads.com/.../15057513.Giannis_Nikolaidis_

ΕΦΥΓΕΣ

 


Έφυγες και πίσω σου άφησες

ένα μανδύα λησμονιάς,

το κορμί μου να τυλίγω,

να μη ματώνει και πονά,

που σ’ άλλες πλέον αγκαλιές

διανυκτερεύεις τώρα φως μου.

Έφυγες και πίσω σου άφησες

τη γεύση του φιλιού σου στα χείλη μου, μωρό μου,

κάτι παλιές φωτογραφίες

και λίγα μικροπράγματα

να μου φωτίζουνε της απουσίας σου

την ψυχοφθόρα νύχτα.

Έφυγες και πίσω σου άφησες

της φωνής σου την ηχώ

μέσα στου χρόνου τις ρωγμές,

τη μυρωδιά απ’ του κορμιού σου τον ιδρώτα

κι ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα νεκρά,

έτσι για την ταπείνωση των αισθημάτων.

Έφυγες και πίσω σου άφησες

ενθύμια χρωματιστά,

σαν πινελιές

στης ξεγνοιασιάς σου το ηλιοβασίλεμα.

Έφυγες και πίσω σου άφησες

της αγωνίας σου το ουράνιο τόξο,

τα λόγια της μετέωρης αγάπης σου

και κάτι ακόμα

που τώρα πια δεν το θυμάμαι.

Έφυγες και πίσω σου άφησες

τοπία μ’ αστέρια και φεγγάρια,

να μου κρατούνε συντροφιά

όταν εσύ θα ‘σαι χαμένη σε μπαράκια

κι υποσχέσεις,

μοιράζοντας χαμόγελα, φιλάκια γνωριμίας

και τηλέφωνα.

Έφυγες και πίσω σου άφησες

μία πληγή βαθιά μες στην καρδιά μου

και τη βροχή των ουρανών

να βρίσκει διεξόδους μες τα μάτια μου.

Έφυγες

κι έχει γεμίσει τόση υγρασία τώρα η ζωή μου

που ακόμα κι οι ελπίδες μετακόμισαν...

Έφυγες

κι η μοναξιά μου φέρει τώρα τ’ όνομά σου.

Καλή σου νύχτα θλίψη μου.

Ο δρόμος της αγάπης είναι ένα ατέλειωτο ταξίδι.

Καλή σου νύχτα.

Να προσέχεις...

*Γιάννης Νικολαΐδης*

https://www.goodreads.com/.../15057513.Giannis_Nikolaidis_

ΘΑ ΣΕ ΒΡΩ


Έζησα το πιο καυτό μου καλοκαίρι

κι όμως χιονίζει ακόμα μέσα μου

από τότε που έφυγες…

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω

τον Λεβάντε απ’ τον Πουνέντε

τον Γρέγο απ’ τον Γαρμπή

τον Μαΐστρο απ’ τον Σορόκο,

μα θα σχίσω τα πέλαγα της απονιάς σου,

ένας ακόμα της αγάπης πειρατής που παλεύει

με μανιασμένα κύματα κι αρμύρα,

κόντρα στον άνεμο και στα στοιχειά της φύσης

και θα σε βρω, μ’ ακούς;

Θα ξεγελάσω όλους τους δράκους και τις μάγισσες

των παιδικών παραμυθιών

και σε βρω στις παρυφές του νεραϊδόκοσμου,

πιο πέρα κι απ’ το στοιχειωμένο δάσος των θλιμμένων ξωτικών.

Θα προσπεράσω την Υπερβορεία

και τον Αρκτικό κύκλο της αιώνιας παγωνιάς σου,

εκεί στην άκρη του κόσμου, 

στα πέρατα των ουρανών

θα αγνοήσω τον θάνατο...

Σαν το φλεγόμενο βέλος του έρωτα

θα διασχίσω της νύχτας τη σιωπή

και θα μπω βαθιά στην παγωμένη σου καρδιά!

Εκεί στον τελευταίο σταθμό,

εκεί που δεν πηγαίνουνε τα τραίνα.

Κι εσύ θα ‘σαι ξυπόλυτη σαν ενοχή, δίχως γόβες,

χαμένη στην ακινησία των άστρων,

γυμνή από προσχήματα και διάφανη

και θ’ ανεμίζουνε σε slow motion τα μαλλιά σου

και θα ‘ναι τ’ ωραίο πρόσωπό σου

πιο χλωμό κι από τον θάνατο ακόμα.

Ναι θα σε βρω

για ν’ αντικρύσω και πάλι τα φωτεινά σου μάτια

και το υπέροχο χαμόγελό σου…

Θα περιμένω

να μου δώσεις έστω μία εξήγηση

που καταστρέψαμε μια ολόκληρη ζωή

για ένα πείσμα σου,

ή να μου πεις το καινούριο σου ψέμα.

Ναι θα σε βρω

πιο πέρα απ’ την ανυπαρξία,

να σου ζητήσω συγγνώμη

γιατί σ’ αγάπησα παράφορα

κι ακόμα σε λατρεύω τόσο,

που θα σε ψάχνω ακόμα

και στην άλλη μου ζωή…

Ναι θα σε βρω! Να το θυμάσαι!

Θα σε βρω οπωσδήποτε

γιατί έτσι πρέπει να γίνει.

Θα σε βρω αγάπη μου!

Να ξέρεις

θα σε βρω!

*Γιάννης Νικολαΐδης*

https://www.smashwords.com/profile/view/templarioannis

ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΩΝ ΑΝΕΠΙΔΟΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Είναι κάτι νύχτες σκεπασμένες με ασημόσκονη αστεριών. 
Έρχονται απ’ το ανοιχτό παράθυρό μου σκύβουνε και με φιλούν στο στόμα 
 κι η ταλαιπωρημένη αύρα μου επανασυντίθεται, 
ανακτά τη χαμένη της λάμψη, την καθαρότητα και τη χρωματική της διαύγεια. 
Τότε βυθίζομαι στην απέραντη γαλήνη της νύχτας 
κι ακούω τη σιωπή του ανεκδήλωτου που προσπαθεί να εκδηλωθεί και να διδάξει! Είναι η εικαστική παρέμβαση του σύμπαντος στη μοναξιά μας. 
Ναι, είναι κάτι νύχτες κουρασμένες 
που διηγούνται σε τόνους χαμηλούς την ιστορία του κόσμου. 
Είναι κάτι νύχτες σαν ιστιοσανίδες 
που με κρατάνε στον αφρό των κυμάτων της καθημερινότητας. 
Στον αφρό της αβάσταχτης πολυπλοκότητας της δόξας των ανθρώπων! 
Είναι, λοιπόν, κάτι νύχτες που σε σκέφτομαι 
που θέλω να σου γράψω, να σου ανακοινώσω πως όλα είναι εντάξει 
και να μην ανησυχείς. 
Και πως προσπαθώ να γίνω καλύτερος άνθρωπος, να είμαι άνθρωπος! 
Με πνεύμα ελεύθερο και καθαρή καρδιά και ήσυχη συνείδηση! 
Ανάβω το καντήλι, θυμιατίζω το σπίτι και σε σκέφτομαι. 
Κι όλο και κάτι σου γράφω κάθε τόσο αλλά ποτέ δε σου το ταχυδρομώ 
 στους ουρανούς, εκεί ψηλά, που διανυκτερεύεις!
 
 *Γιάννης Νικολαΐδης*
 

ΞΗΜΈΡΩΜΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΆΣ!

Ξημέρωμα Πρωτομαγιάς 
κι εγώ περιχαρής και φωτοφόρος  
κατακρήμνιζα τα σκοτάδια και τους φόβους των ανθρώπων, 
πολεμώντας το άδικο.  
- Δείξε μας τα χαρτιά σου, μου είπαν.  
- Κύριοι, είμαι περαστικός απ’ αυτόν τον πλανήτη, απάντησα, 
δείχνοντας τους τα άδεια μου χέρια! 
Δεν έχω ταυτότητα, ούτε ιδιοκτησία, ούτε εισοδήματα… 
Έφυγα πλήρης ημερών, πριν από χρόνια! 
 - Απόδειξέ το, μου αντιγύρισαν οι ασφαλίτες… 
Ενεμφανίσθη τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ,  
με τη ληξιαρχική του θανάτου μου πράξη και με στεντόρεια φωνή είπε σ’ αυτούς:  
- Δεν έχετε εξουσία επ΄ αυτού, διότι ανήκει εις το Φως!  
Κι αυτοί με σκυμμένα κεφάλια αποχώρησαν περίλυποι, 
διότι για άλλη μία φορά τους είχα ξεφύγει!